- θερμογραφία
- η1. ιατρ. μέθοδος που επιτρέπει την ακριβή εκτίμηση τών μεταβολών τής θερμοκρασίας τού σώματος με την ανίχνευση τής εκπεμπόμενης υπέρυθρης ακτινοβολίας2. τεχνολ. σύνολο μεθόδων οι οποίες δίνουν χαρακτηριστική εικόνα ενός σώματος με τη χρήση τής υπέρυθρης ακτινοβολίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermography < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -graphy (πρβλ. -γραφία < -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.